Η πρόσφατη συνάντηση του Αμερικανού Προέδρου με τον Πρόεδρο της Ουκρανίας και ηγέτες κρατών της Ευρωπαϊκής Ένωσης, του Ηνωμένου Βασιλείου, τον Γενικό Γραμματέα του ΝΑΤΟ και την Πρόεδρο της Ευρωπαϊκής Επιτροπής, που ακολούθησε της συνάντησης Τραμπ – Πούτιν στην Αλάσκα σε σχέση με το μέλλον του πολέμου στην Ουκρανία ήταν ιδιαίτερα σημαντική, από πολλές απόψεις. Επικοινωνιακά, δίνει το μήνυμα ότι υπάρχει μια συνεχής και συνεχιζόμενη προσπάθεια κατάληξης σε αποτελέσματα όσον αφορά στον μαινόμενο εδώ και τρία και πλέον χρόνια στον πόλεμο στην Ουκρανία. Πρακτικά, όμως, τα συμπεράσματα είναι αμφίσημα.
Η παρουσία Ευρωπαίων ηγετών στο πλευρό του Ζελένσκι δείχνει την σταθερή και διαχρονική υποστήριξη της Ευρώπης στην Ουκρανία, με αρκετό μάλιστα κόστος. Η Ευρώπη, φυσικά, βρίσκεται δίπλα από την σύρραξη και προφανώς επηρεάζεται άμεσα από τις συνέπειες του πολέμου, σε βαθμό πολύ μεγαλύτερο από τις Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής. Υπάρχουν, όμως, διαφορετικές φωνές εντός της Ένωσης σε σχέση με τα επιθυμητά αποτελέσματα αλλά και τον τρόπο με τον οποίο ο πόλεμος θα καταλήξει και γενικότερα υπάρχουν πολλά ανοικτά ζητήματα και αναπάντητα ερωτήματα.
Πρωτίστως, υπάρχει το ζήτημα του κόστους των πιθανών εγγυήσεων ασφάλειας που θα αποδοθούν σε περίπτωση εκεχειρίας / συμφωνίας τερματισμού του πολέμου, με την Ευρώπη να εκτιμάται ότι θα το επωμιστεί ή θα το επωμιστεί σε πολύ μεγαλύτερο βαθμό από τις ΗΠΑ, οι οποίες ζητούν ανταλλάγματα από την Ουκρανία για την στήριξή τους (βλ. ζήτημα σπάνιων γαιών, εμπορικών και στρατιωτικών συμφωνιών κ.ο.κ.). Δεύτερον, η Ευρωπαϊκή Ένωση έχει επιβάλει πολλαπλά πακέτα κυρώσεων απέναντι στη Ρωσία λόγω της εισβολής της στην Ουκρανία, γεγονός που την έστρεψε προς εναλλακτικές πηγές ενέργειας και εμπορικών συμφωνιών, κυρίως με τις ΗΠΑ που και πάλι επωφελούνται από την κατάσταση. Τρίτον, η Ευρώπη επιθυμεί όπως πρώτα επέλθει εκεχειρία / κατάπαυση του πυρός και μετά συνολική συμφωνία, με τον Πρόεδρο Τραμπ να αναφέρει στην συνάντηση της 18ης Αυγούστου 2025 κάτι το εντελώς διαφορετικό. Τέταρτον, η ίδια η συμφωνία τερματισμού του πολέμου αποτελεί μείζον θέμα, με τον Τραμπ ξεκάθαρα να κάνει αποδεκτό το ενδεχόμενο η Ουκρανία να απωλέσει εδάφη που έχουν ήδη καταληφθεί από τη Ρωσία – υπενθυμίζεται ότι η Ρωσία έχει καταλάβει το 20% σχεδόν της επικρατείας της Ουκρανίας. Πέμπτον, επανερχόμενος στο θέμα της ασφάλειας, οι ΗΠΑ έχουν ξεκαθαρίσει ότι δεν θα αποστείλουν στρατεύματα στην Ουκρανία, κάτι που σημαίνει ότι το όλο βάρος ασφάλειας θα επωμιστούν τα Ευρωπαϊκά κράτη.
Ένα από τα μείζονα ερωτήματα που προκύπτουν είναι το κατά πόσον ο Πρόεδρος της Ρωσίας όντως επιθυμεί κατάληξη του πολέμου. Στο παρόν χρονικό σημείο, η Ρωσία καταγράφει σημαντικές νίκες, ελέγχοντας όχι μόνο την Κριμαία που προσάρτησε το 2014, αλλά και το 20% σχεδόν των ανατολικών περιοχών της Ουκρανίας, ειδικά στο κρίσιμο σημείο της περιοχής του Ντονμπάς. Η Ρωσία προφανώς δεν επιθυμεί να υποχωρήσει σε γραμμές προ του πολέμου, άρα θεωρεί δεδομένο ότι εδάφη που έχει καταλάβει θα παραμείνουν υπό τον έλεγχό της, κάτι που σε κάποιο βαθμό είναι και η θέση του Προέδρου των ΗΠΑ. Ο Πούτιν έχει μάλιστα έτι μεγαλύτερες εδαφικές διεκδικήσεις, ειδικά στις περιοχές του Ντονμπάς. Απορρέον τούτου του ερωτήματος είναι αν όντως οι χώρες των προθύμων και οι ΗΠΑ επιθυμούν την κατάληξη του πολέμου. Ακραίο, όντας, ένα τέτοιο ερώτημα, μια αρνητική του απάντηση νομιμοποιεί έτι περισσότερες κυρώσεις κατά της Ρωσίας, σε μια προσπάθεια αποδυνάμωσής της – κάτι όμως που στην πράξη οι κυρώσεις που έχουν επιβληθεί μέχρι στιγμής δεν έχουν επιφέρει, τουλάχιστον στον βαθμό που είχε αρχικά εκτιμηθεί.
Το βέβαιο που απομένει εκ των τελευταίων εξελίξεων στον πόλεμο της Ουκρανίας είναι ότι παραμένουν πολύ περισσότερα ερωτήματα παρά απαντήσεις. Η ευθυμία που δημιουργήθηκε με την συνάντηση Τραμπ – Πούτιν στην Αλάσκα και οι συναντήσεις Τραμπ – Ζελένσκι – συμμαχίας προθύμων στην Ουάσιγκτον υποχώρησε στον απόηχό τους, με το ακριβές πλαίσιο το οποίο συζητείται να παραμένει θολό.